- μαυσωλείο
- Μεγαλόπρεπος τάφος της Αλικαρνασσού. Κατασκευάστηκε τον 4ου αι. π.Χ. προς τιμήν του Μαυσώλου (377-353 π.Χ.), σατράπη της Καρίας. Το μνημείο, που συγκαταλέγεται μεταξύ των Επτά θαυμάτων της αρχαιότητας, σχεδιάστηκε από τους αρχιτέκτονες Σάτυρο και Πυθέα, οι οποίοι μάλιστα συνέγραψαν και ένα βιβλίο γι’ αυτό. Η κατασκευή του συνεχίστηκε, μετά τον θάνατο του Μαυσώλου, και κατά τη βασιλεία της συζύγου και αδελφής του Αρτεμισίας, και περατώθηκε, όπως φαίνεται, μετά τον θάνατο και της τελευταίας. Η γλυπτική διακόσμηση των τεσσάρων πλευρών του κτιρίου ανατέθηκε σε τέσσερις από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της εποχής, τον Σκόπα, τον Λεωχάρη, τον Τιμόθεο και τον Βρύαξι. Μολονότι έχουν σωθεί αρκετά λείψανα του Μ., η ακριβής μορφή του δεν είναι βεβαιωμένη, για την οποία διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Ωστόσο σύμφωνα με την πιο πιθανή αναπαράσταση, επάνω σε ένα ψηλό κρηπίδωμα υψωνόταν ένα ιωνικό περιστύλιο από 46 κίονες, το οποίο περιέβαλλε τον σηκό. Το κτίριο έφερε στέγη τετράκλινη, με μορφή βαθμιδωτής πυραμίδας, στην κορυφή της οποίας δέσποζε ένα τέθριππο άρμα. Μεγάλο μέρος των αναγλύφων, όπως και τα αγάλματα του Μαυσώλου και της Αρτεμισίας, βρίσκονται στο Λονδίνο, στο Βρετανικό Μουσείο.
Έκτοτε η λέξη μαυσωλείο χαρακτηρίζει κάθε μεγαλοπρεπή και πολυτελή τάφο.
Το μαυσωλείου του ποιητή Σααντί, στο Σιράζ του Ιράν.
Το μαυσωλείο της Αγίας Κωνστάντιας στη Ρώμη, σημαντικό οικοδόμημα του 4ου αι.
* * *το (Α μαυσώλειον και μαυσωλεῑον)1. μεγαλοπρεπής τάφος τού σατράπη τής Καρίας Μαυσώλου, που βρισκόταν στην Αλικαρνασσό2. κάθε μεγαλοπρεπής τάφος, μνημείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < Μαύσωλος].
Dictionary of Greek. 2013.